- διαγώνιος
- -α, -οεπίρρ. διαγωνίως ευθεία γραμμή που ενώνει δύο απέναντι γωνίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαγώνιος — from angle to angle masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνιος — Η ευθεία που ενώνει δύο μη διαδοχικές κορυφές σε ένα πολύγωνο. Ένα πολύγωνο με n πλευρές έχει n(n 3)/2 δ., γιατί από κάθε κορυφή ξεκινούν n 3 δ., αλλά αν πάρουμε κάθε κορυφή με τη σειρά της, αριθμούμε κάθε δ. δύο φορές. Στο τετράγωνο ο λόγος της… … Dictionary of Greek
διαγωνίως — διαγώνιος from angle to angle adverbial διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνιον — διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc sg διαγώνιος from angle to angle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίοις — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίου — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίους — διαγώνιος from angle to angle masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίων — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut gen pl διαγωνιάω stand in dread of imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) διαγωνιάω stand in dread of imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγωνίῳ — διαγώνιος from angle to angle masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγώνια — διαγώνιος from angle to angle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)